τελούμενα

τελούμενα
τα
αυτά που συμβαίνουν, αυτά που γίνονται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελούμενα — τέλλω accomplish fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τελέω fulfil fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τελέω fulfil pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελουμένας — τελουμένᾱς , τέλλω accomplish fut part mid fem acc pl (attic epic doric) τελουμένᾱς , τέλλω accomplish fut part mid fem gen sg (doric) τελουμένᾱς , τελέω fulfil fut part mid fem acc pl (attic epic doric) τελουμένᾱς , τελέω fulfil fut part mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφάνεια — (I) η (AM θεοφάνεια) 1. η παρουσία τής Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση τού Χριστού στον Ιορδάνη 2. η εορτή τών Φώτων, τής Βαπτίσεως τού Χριστού 3. η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάνεια (< φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • бываѥмыи — (12) прич. страд. наст. 1.Существующий, имеющий место: Бѩхоу въ древнихъ нѣциi ѡбычаи. въ цр҃кви бываеми. КР 1284, 79г; поне же и по части вѣсте. въ мироу бываема˫а. обь˫адань˫а же и пь˫аньстви˫а. игры же и пирове. и воплеве. и скакань˫а. (οἷα τὰ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • παράλειψη — η / παράλειψις, είψεως, ΝΑ [παραλείπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλείπω, η αγνόηση ή παράβλεψη από σκοπιμότητα ή από αμέλεια 2. παρασιώπηση 3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα γεγονός αποσιωπάται προκειμένου να δοθεί ιδιαίτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζωσις — εζώσεως, ἡ, Α [τραπεζῶ] 1. ετοιμασία τραπεζιού, παράθεση φαγητών 2. (κατά τον Δίον. Αρεοπ.) «τραπέζωσίν φησι τὰ ἐν τῇ θείᾳ τραπέζῃ διὰ τοῦ ἁγίου ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τελούμενα μυστήρια» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”